- αργοσβήνω
- (αόρ. αργόσβησα) αμετ.1) медленно угасать, гаснуть; 2) чахнуть, увядать; медленно умирать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αργοσβήνω — ησα, πεθαίνω σιγά σιγά: Τον είχε πιάσει η κακιά αρρώστια κι αργόσβηνε μέρα με τη μέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βασιλεύω — (AM βασιλεύω) Ι. 1. είμαι ή γίνομαι βασιλιάς 2. ασκώ τη βασιλική εξουσία ή (γενικότερα) κυβερνώ, διοικώ 3. ζω βασιλικά, με βασιλική άνεση μσν. νεοελλ. 1. δύω («ο ήλιος βασιλεύει κι η μέρα σώνεται», «βασίλευσεν ὁ ἥλιος κι ἔφθασεν ἡ ἑσπέρα») 2.… … Dictionary of Greek
φθίνω — 1. κλείνω προς το τέλος, βαδίζω προς τη λήξη μου, ελαττώνομαι συνέχεια, τελειώνω, λιγοστεύω. 2. μτφ., μαραίνομαι, πέφτω σε μαρασμό, μαραζιάζω, αργοσβήνω, λιώνω: Η υγεία του φθίνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)